- αντιλεξισμός
- οιδιότυπη μορφή λογοτεχνικού ύφους που ξεκινά ως αντίδραση προς την καθιερωμένη λέξη, δηλ. προς τη συμβατική γλώσσα. Στον αντιλεξισμό ο δημιουργός απομακρύνεται από το παραδεδεγμένο δομικό σύστημα που χρησιμεύει ως γλώσσα της κοινότητας, δημιουργώντας —με συμφυρμούς λέξεων, αναγραμματισμούς φθόγγων, αλλαγές γένους και άλλες επεμβάσεις του— έναν νέο κώδικα επικοινωνίας (ο όρος αντιλεξισμός, του οποίου αποχρώσεις είναι ο λεττρισμός, ο υπερλεξισμός, η νεολεξία κ.ά, έχει εκπροσώπους στη νεοελληνική γραμματεία τους Αλ. Σχοινά, Αριστοτ. Νικολαΐδη, Πάρι Τακόπουλο κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.